συναποφέρω

συναποφέρω
Α
1. φέρω επίσης μαζί μου («πάντας κοιλίη συναπήνεγκεν», Ιπποκρ.)
2. μεταφέρω συγχρόνως μαζί μου («συναποφέρει τὸν ἀναβάτην», Γαλ.)
3. μέσ. συναποφέρομαι
παρασύρω συγχρόνως μαζί μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”